δαιμοναριά

δαιμοναριά
η (Μ δαιμονιαρέα)
η κοινή ονομασία τού φυτού υοσκύαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό τού δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε -έα τών επιθέτων σε -ύς (πρβλ. βαρύς-βαρέα, βαθύς-βαθέα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γιατρός — Εκείνος που ασκεί την ιατρική ως επάγγελμα. Στην Ελλάδα, το δικαίωμα άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος έχουν όσοι συμπληρώνουν με επιτυχία τον εξαετή κύκλο των σχετικών πανεπιστημιακών σπουδών στις ιατρικές σχολές της χώρας μας ή στις σχολές… …   Dictionary of Greek

  • δαιμονιαρέα — η βλ. δαιμοναριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”